-
1 κερ-τομέω
κερ-τομέω ( κέρτομος), verspotten, höhnen, schmähen, lästern, τινά, Od. 18, 349, wo darauf folgt γέλων δ' ἑτάροισιν ἔτευχε; dem ὀνειδίζω entsprechend Il. 2, 256; ohne Casus, 16, 261 Od. 8, 153; ἐπέεσσι u. ἀγορεύεις κερτομέων öfter; mit dem acc. der Sache, παραιβόλα κερτομέουσι H. h. Herc. 56; ἐκερτόμησας δῆϑεν ὡς παῖδ' ὄντα με Aesch. Prom. 988; πότερα δὴ κερτομῶν λέγεις τόδε; Soph. Phil. 1219; Eur. Cycl. 683; ἡμᾶς τόδε Hel. 619; κεκερτομημένη Suppl. 321; in B. A. ist κεκερτόμηται erkl. πέπαικται καὶ κεχλεύασται. In Prosa erst bei Sp.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий